Λε Καρέ, Τζον

Λε Καρέ, Τζον
(John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την περίοδο 1956-58. Μεταπήδησε στο διπλωματικό σώμα, όπου και εργάστηκε την περίοδο 1960-64 κυρίως στην πρώην Δυτική Γερμανία, ασχολούμενος παράλληλα με τη συγγραφή βιβλίων από το 1961. Το τρίτο κατά σειρά έργο του, Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο (1963), γνώρισε τεράστια επιτυχία και ο Λ.Κ. απορροφήθηκε έκτοτε αποκλειστικά από το γράψιμο. Η πείρα που αποκόμισε από τη διπλωματική του δραστηριότητα του επέτρεψε να διαπρέψει στο είδος του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, με ένα σύνολο 18 βιβλίων. Θεωρείται πλέον ένας από τους πιο καταξιωμένους και επιτυχημένους συγγραφείς στον χώρο του με πολλές διεθνείς διακρίσεις, ενώ πολλά από τα βιβλία του διασκευάστηκαν με επιτυχία για τον κινηματογράφο. Ενδεικτική βιβλιογραφία: Η μικρή τυμπανίστρια (1983), Η ρωσική εστία (1989), Ο ράφτης του Παναμά (1997) κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”